- φοίνιγμα
- φοίν-ιγμα, ατος, τό,A that which is red, Lib.Descr.30.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοίνιγμα — that which is red neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνιγμα — ίγματος, τὸ, Α [φοινίσσω] καθετί που είναι ή γίνεται πορφυρό, κατακόκκινο … Dictionary of Greek
φοινίγματος — φοίνιγμα that which is red neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)